Μια υπόθεση ανά δικαιούχο

 


1. Πρόλογος

Τις προάλλες διορίστηκα ως συνήγορος σε ένα πενταμελές εφετείο για δύο κατηγορουμένους και ο υπεύθυνος στο γραφείο του ΔΣΑ στο εφετείο μου είπε ότι κακώς διορίστηκα για περισσότερους του  ενός κατηγορουμένου στην ίδια υπόθεση καθώς ο νόμος περί Νομικής Βοήθειας τούτο το απαγορεύει. Προβληματισμένος του εξήγησα ότι πρόκειται για δύο κατηγορουμένους στην ίδια υπόθεση και τέλος πάντων έδειξε κατανόηση αφού του είπα ότι πρόκειται για συζύγους, παραδεχόμενος ταυτόχρονα ότι δεν είχε επαρκή γνώση της νομοθεσίας περί Ν/Β. Σήμερα δε, και αφού πέρασε και λίγος καιρός και είχα χρόνο είπα να κάτσω και να ψάξω τα της νομοθεσίας περί Ν/Β μήπως και έκανα λάθος και αφορούσε και κατηγορουμένους που είναι στην ίδια υπόθεση. Στο κάτω κάτω κρίμα θα ήταν και ένα γραμμάτιο Ν/Β  να κόψω και πειθαρχικό να πάω.  Δια τους ανυπόμονους να σας πληροφορήσω μόνο ότι ο νόμος στην ουσία λέγει ότι δεν μπορείς να πάρεις με Ν/Β περισσότερες τις μιας υπόθεσης για κάθε δικαιούχο Ν/Β., δηλ ο Δικηγόρος μπορεί να πάρει με Ν/Β μια υπόθεση ανά δικαιούχο και όχι περισσότερες, με τις διαφοροποιήσεις που θα δούμε παρακάτω φυσικά.

2. Παράθεση και ερμηνεία

Αφού λοιπόν αναφέραμε το σύντομο ιστορικό ας προβούμε τώρα και σε μια παράθεση των παρ 2 και 3 του άρθρου 3 ν 3226/2004 όπως αυτές αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 43 Ν. 4689/27-5-2020 ΦΕΚ 103Α: 

«2. Για υποθέσεις αστικού και εμπορικού χαρακτήρα, κάθε Δικηγορικός Σύλλογος συντάσσει μηνιαία κατά­σταση των δικηγόρων νομικής βοήθειας του επόμενου μήνα και την αποστέλλει στο οικείο Δικαστήριο. Κάθε δικηγόρος μπορεί να οριστεί για μία μόνον υπόθεση. Ως μία υπόθεση θεωρείται και η συνεκδίκαση περισσό­τερων υποθέσεων του ίδιου προσώπου ή περισσότερων προσώπων λόγω ομοδικίας, συναιτιότητας ή συνάφειας. Σε περίπτωση παράλειψης αποστολής της μηνιαίας κα­τάστασης, η επιλογή γίνεται από τους δικηγόρους του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου. Κατ' εξαίρεση, εάν ζητη­θεί, μπορεί να οριστεί ως δικηγόρος νομικής βοήθειας ο δικηγόρος που χειρίστηκε την ίδια υπόθεση, στο πλαί­σιο του συστήματος νομικής βοήθειας, σε προηγούμενο στάδιο.

3. Για τις ποινικές υποθέσεις, δικαιούνται εγγραφής στην κατάσταση συνηγόρων νομικής βοήθειας οι δικη­γόροι που έχουν τουλάχιστον πέντε (5) παραστάσεις ως συνήγοροι υπεράσπισης ή παράστασης για την υποστή­ριξη της κατηγορίας. Προκειμένου για άσκηση αίτησης αναίρεσης ή για παράσταση κατά τη συζήτηση αυτής, απαιτείται να συντρέχει στο πρόσωπο του συνηγόρου και η προϋπόθεση του δικαιώματος παράστασης ενώπι­ον του Αρείου Πάγου. Ο δικαιούμενος εγγραφής δηλώνει με την αίτηση συμμετοχής του αν επιθυμεί να οριστεί ως συνήγορος νομικής βοήθειας στην προανάκριση του άρ­θρου 245 παρ. 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και σε επείγουσες ανακριτικές πράξεις. Κάθε Δικηγορικός Σύλ­λογος, του οποίου τα μέλη υπερβαίνουν τα πενήντα (50), συντάσσει μηνιαία κατάσταση των συνηγόρων νομικής βοήθειας του επόμενου μήνα ξεχωριστά για υποθέσεις στις παραπάνω διαδικασίες και για υποθέσεις στο Πρω­τοδικείο, στο Εφετείο και στον Άρειο Πάγο, με επισημείωση των συνηγόρων που δικαιούνται παράστασης στον Άρειο Πάγο. Οι δύο ανωτέρω καταστάσεις αναρτώνται ανά μήνα στην ιστοσελίδα της Ολομέλειας των Δικη­γορικών Συλλόγων της Χώρας και στην ιστοσελίδα του κάθε Δικηγορικού Συλλόγου. Οι Δικηγορικοί Σύλλογοι, τα μέλη των οποίων είναι λιγότερα των πενήντα (50), συντάσσουν μία μηνιαία κατάσταση των συνηγόρων νομικής βοήθειας του επόμενου μήνα, χωρίς τις ανω­τέρω κατηγοριοποιήσεις, την οποία αναρτούν κατά τα ως άνω. Για τους παραπάνω Δικηγορικούς Συλλόγους, εφόσον δεν υφίσταται επαρκής αριθμός συνηγόρων, δικαιούνται εγγραφής στην κατάσταση και δικηγόροι που δεν πληρούν την προϋπόθεση του εδαφίου α'. Κάθε δικηγόρος μπορεί να οριστεί ως συνήγορος για μία μό­νον υπόθεση του δικαιούμενου νομικής βοήθειας σε ποι­νικές υποθέσεις. Σε περίπτωση παράλειψης ανάρτησης των ανωτέρω καταστάσεων, η επιλογή γίνεται από τις αντίστοιχες καταστάσεις των Δικηγορικών Συλλόγων της Περιφέρειας του οικείου Εφετείου. Η ετήσια αμοιβή του συνηγόρου δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ. Το ποσό της αμοιβής του συνηγόρου προκύπτει από το ειδικό γραμμάτιο που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 1. Το ποσό αυτό μπορεί να αναπροσαρμόζεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης. Επιπλέον της αμοιβής καταβάλ­λονται οι δαπάνες λήψης αντιγράφων της δικογραφίας και μετακίνησης για τους σκοπούς της εντολής, με την προσκόμιση σχετικής απόδειξης. Σε περιπτώσεις δικών μακράς διάρκειας (πολυήμερης δικαστικής διαδικασίας), ο συνήγορος δικαιούται πρόσθετης αποζημίωσης, όπως προβλέπεται στο άρθρο 14 παρ. 1 περ. β'. »

 Απ’ την παράθεση των ανωτέρων παρ 2 και 3 του ν 3226/2004 όπως αυτές ισχύουν σήμερα γίνονται αντιληπτά τα κατωτέρω: 1) Ένας Δικηγόρος ορίζεται με την Ν/Β για μια υπόθεση ενός δικαιούχου και συνεπώς δεν μπορεί να διοριστεί για δύο ή περισσότερες υποθέσεις ( κατά την γνώμη του γράφοντος εφ’ όσον εκκρεμεί η υπόθεση στην οποία είναι ήδη διορισμένος ).  Ως μια υπόθεση θεωρείται α) η συνεκδίκαση περισσότερων υποθέσεων ενός δικαιούχου και β) η ανάληψη περισσότερων προσώπων σε μια υπόθεση εφόσον είναι Ι) ομόδικοι, ΙΙ) συνυπαίτιοι, ΙΙΙ) υπάρχει περίπτωση συνάφειας. Αν και τα ανωτέρω αναφέρονται στην παρ 2 που αφορά τον διορισμό στις αστικές υποθέσεις θα πρέπει να εφαρμοστούν αναλόγως και στην παρ 3, καθώς απ’ το λεκτικό της παρ 3  ( για μία μό­νον υπόθεση του δικαιούμενου νομικής βοήθειας ) συνάγεται όπως και στην παρ 2 ότι δεν μπορεί να διοριστεί δικηγόρος σε περισσότερες ποινικές υποθέσεις του ιδίου προσώπου και όχι ότι δεν μπορεί να διοριστεί δικηγόρος  σε περισσότερους δικαιούχους σε μία υπόθεση. Μάλιστα δεν υπάρχει κάποιος δικαιολογητικός λόγος απαγόρευσης αναλογικής εφαρμογής της παρ 2 στην περίπτωση της συνυπαιτιότητας σε ποινικό δικαστήριο και συνεπώς του διορισμού του ίδιου δικηγόρου και για τους δύο ή περισσότερους κατηγορούμενους. Άλλο βέβαια στην περίπτωση που υπάρχουν αντικρουόμενα συμφέροντα.

3. Κριτική:

Ως Δικηγόρος χρόνια μέλος στον κατάλογο των ποινικών θεωρώ ότι ο νόμος θα έπρεπε να ορίζει ότι όταν κάποιος δικηγόρος διορίζεται στο στάδιο της ανάκρισης θα πρέπει να παραμένει διορισμένος δια τον ίδιο κατηγορούμενο ή τους ίδιους κατηγορουμένους μέχρι και το πέρας της διαδικασίας, ήτοι την έκδοση αμετάκλητης δικαστικής απόφασης, εκτός και αν ο κατηγορούμενος/ δικαιούχος Ν/Β ζητήσει την αντικατάστασή του. Τούτο δε, θα πρέπει να συμβαίνει δια λόγους ενιαίου του χειρισμού της υπόθεσης, αφού δεν χειρίζεται ο κάθε συνάδελφος με τον ίδιο τρόπο κάθε υπόθεση που του τυχαίνει. Η εναλλαγή δικηγόρων πολλές φορές δε, αποβαίνει ενάντια στο έννομο συμφέρον των κατηγορουμένων / δικαιούχων Ν/Β.

4. Συμπεράσματα:

Απ’ τα ανωτέρω γίνεται σαφώς αντιληπτό ότι 1) Ο Δικηγόρος διορίζεται για μία και όχι περισσότερες υποθέσεις ενός κατηγορουμένου / δικαιούχου. 2) Υπάρχει στις αστικές υποθέσεις εξαίρεση στην περίπτωση της συνυπαιτιότητας. 3) Τούτη η εξαίρεση θα πρέπει να εφαρμόζεται αναλόγως και στις ποινικές υποθέσεις αφού α) το λεκτικό της παραγράφου 3 δεν το απαγορεύει κάθε άλλο μάλιστα και β) δεν υπάρχει κάποιος άλλος ουσιώδης λόγος που να δικαιολογεί την μη ανάλογη εφαρμογή της περίπτωσης περί συνυπαιτιότητας της παρ 2 και στην παρ 3 ν 3226/2004.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο νέος Δικαστικός Χάρτης : Σχολιάζοντας τις προτάσεις του Υπουργού Δικαιοσύνης δια την λύση του γόρδιου δεσμού της Δικαιοσύνης